- δωτινάζω
- δωτινάζω (Α)δέχομαι δώρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐδωτίναζον — ἐδωτί̱ναζον , δωτινάζω receive imperf ind act 3rd pl ἐδωτί̱ναζον , δωτινάζω receive imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτινάζων — δωτῑνάζων , δωτινάζω receive pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)